-
1 συμ-πλέκω
συμ-πλέκω, zusammenflechten, verbinden; καὶ ξυνδεῖν, Plat. Polit. 309 b; ξυμπλέκοντες τὼ χεῖρε ἐς τοὐπίσω, Thuc. 4, 4; von der Ehe, Θέτιδι συμπλακείς, Soph. frg. 548; zusammenkommen, ἀπόρῳ γε τῷδε συμπεπλέγμεϑα ξένῳ, Eur. Bacch. 799; von der Begattung, Ael. H. A. 8, 1. 9, 13 und sonst; συμπλακέντα τῇ Σκυϑῶν ἐρημίᾳ, Ar. Ach. 669; übertr., τοὔνομα, Plat. Soph. 268 c; τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι, 262 d; συμπλακεὶς λόγος, Theaet. 202 b; συμπλεχϑεῖσιν, Tim. 80 c. – Pass. = sich umschlingen, ἀλλήλοις, Plat. Conv. 191 a; bes. zum Kampfe, wie die Ringer, συμπλακῆναί τινι, mit Einem kämpfen, Her. 3, 78; συμπλακείσης τῆς νηός, 8, 84; Pol. 3, 69, 13; u. Sp., wie Plut. συμπλακέντες διαγωνίζεσϑαι, Them. 8; πᾶσι συνεπλάκη, Polem. 2, 8; auch vom Wortstreite, Plat. Legg. XI, 935 c; συνεπλάκησαν ἀλλήλαις αἱ πράξεις, sie wurden verwickelt, Pol. 4, 27, 2, u. öfter.
См. также в других словарях:
συμπλέκω — ΝΜΑ [πλέκω] 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.) 2. συνδέω, συνενώνω 3. μέσ. συμπλέκομαι α) συναποτελώ σύμπλεγμα β) έρχομαι στα χέρια … Dictionary of Greek